- ρυπαρογραφία
- η1) сочинение грязных пасквилей; 2) занятие порнографией; 3) см. ρυπαρογράφημα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρυπαρογραφία — η / ῥυπαρογραφία, ΝΜ [ῥυπαρογράφος] νεοελλ. 1. η συγγραφή ρυπαρογραφημάτων 2. το ρυπαρογράφημα μσν. το ζωγράφισμα ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων … Dictionary of Greek
ρυπαρογραφία — η το να γράφει κανείς αισχρά ή υβριστικά πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek